αρχηγέτης
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
Greek Monolingual
ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. -τις, η])
1. ο γενάρχης
2. ο αρχηγός, ο ηγέτης
αρχ.
1. ο οικιστής μιας πόλης
2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης
3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς
4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται
οι δέκα επώνυμοι ήρωες
5. η πρώτη αρχή, ο πρωταίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + ηγέτης < ηγούμαι.
ΠΑΡ. αρχ. αρχηγετεύω
νεοελλ.
αρχηγεσία].