λαθίπονος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "Trach" to "Trach") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[ᾱ], <i>die [[Mühen]], den [[Kummer]] [[vergessend]]</i>, [[Αἴας]], Soph. <i>Aj</i>. 697, Schol. [[ἐπιλήσμων]] τῆς λύπης; – <i>den [[Kummer]] [[vergessen]] [[machend]]</i>, λαθίπονον ὀδυνᾶν βίοτον, <i> | |ptext=[ᾱ], <i>die [[Mühen]], den [[Kummer]] [[vergessend]]</i>, [[Αἴας]], Soph. <i>Aj</i>. 697, Schol. [[ἐπιλήσμων]] τῆς λύπης; – <i>den [[Kummer]] [[vergessen]] [[machend]]</i>, λαθίπονον ὀδυνᾶν βίοτον, <i>Trach</i>. 1017 (vom Schol. τὴν λαθ. [[ἴασιν]] erkl.), nach Musgr. Conj. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 05:57, 9 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, (λήθη) forgetful of sorrow, S.Aj.711 (lyr.); βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος = a life forgetting, i.e. free from, pain, Id.Tr.1021 (hex.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui oublie ses douleurs;
2 qui fait oublier la fatigue.
Étymologie: dor. p. *ληθίπονος, de λήθη et πόνος.
German (Pape)
[ᾱ], die Mühen, den Kummer vergessend, Αἴας, Soph. Aj. 697, Schol. ἐπιλήσμων τῆς λύπης; – den Kummer vergessen machend, λαθίπονον ὀδυνᾶν βίοτον, Trach. 1017 (vom Schol. τὴν λαθ. ἴασιν erkl.), nach Musgr. Conj.
Russian (Dvoretsky)
λᾱθίπονος: (ῐ)
1 забывающий (свои) скорби (Αἴας Soph.);
2 дающий забвение печали (λ. ὀδυνᾶν βίοτος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱθίπονος: -ον, (λήθη) ἐπιλήσμων τοῦ κόπου, λησμονῶν τὴν ὀδύνην, τὴν λήθην, Σοφ. Αἴ. 711 (λυρ.)· βίοτος ὀδυνᾶν λ., βίος λησμονῶν τὰς ὀδύνας, δηλ. ἀπηλλαγμένος ὀδυνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1021 (λυρ.).
Greek Monolingual
λαθίπονος, -ον (Α)
1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ' Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.)
2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»].
Greek Monotonic
λᾱθίπονος: [ῐ], -ον (λήθη), αυτός που λησμονεί, που ξεχνά την οδύνη, τον πόνο, σε Σοφ.· βίοτος ὀδυνᾶν λαθίπονος, ζωή απαλλαγμένη από πόνο, στον ίδ.
Middle Liddell
λᾱθί-πονος, ον λήθη
forgetful of sorrow, Soph.; βίοτος ὀδυνᾶν λ. a life forgetful of pain, Soph.