νεοφανής: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] ές, eben erst, neu erschienen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] ές, eben erst, neu erschienen, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νεοφᾰνής''': -ές, ὁ πρὸ μικροῦ φανείς, Στουδ. 1580Α, κτλ. - Ἐπίρρ. νεοφανῶς, Ἰω. Κλίμακ. 896D. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοφανής]], -ές)<br />αυτός που φάνηκε για πρώτη [[φορά]], [[πρωτοφανής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεοφανώς</i> (Μ νεοφανῶς)<br /><b>1.</b> με τρόπο νεοφανή, για πρώτη [[φορά]]<br /><b>2.</b> παραδόξως, αλλόκοτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[καινοφανής]], [[αγριοφανής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:45, 9 May 2023
German (Pape)
[Seite 245] ές, eben erst, neu erschienen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεοφᾰνής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ φανείς, Στουδ. 1580Α, κτλ. - Ἐπίρρ. νεοφανῶς, Ἰω. Κλίμακ. 896D.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ νεοφανής, -ές)
αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής
νεοελλ.-μσν.
(κατ' επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.
επίρρ...
νεοφανώς (Μ νεοφανῶς)
1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά
2. παραδόξως, αλλόκοτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. καινοφανής, αγριοφανής].