πορνότριψ: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ Α<br />αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεδό</i>-<i>τριψ</i>, <i>σκευό</i>-<i>τριψ</i>].
|mltxt=-ιβος, ὁ Α<br />αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόρνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[πεδότριψ]], [[σκευότριψ]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνότριψ Medium diacritics: πορνότριψ Low diacritics: πορνότριψ Capitals: ΠΟΡΝΟΤΡΙΨ
Transliteration A: pornótrips Transliteration B: pornotrips Transliteration C: pornotrips Beta Code: porno/triy

English (LSJ)

-ιβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Phryn. 389, Thom.Mag. p. 291R.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, = πορνοκόπος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πορνότριψ: ῐβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Συνέσ. 178Β, κτλ.· ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παλαιοτέρα λέξις, «πορνοκόπος Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, πορνότριψ, ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. οἰκότριψ, παιδότριψ.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ Α
αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδότριψ, σκευότριψ].