νεωρός: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεωρός]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]], [[φύλακας]] του νεωρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>(<i>F</i>)<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νᾱFωρος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], <i>νᾶός</i> / [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>ωρός</i> (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. <i>ὁρῶ</i> ως β' συνθετικό), | |mltxt=[[νεωρός]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]], [[φύλακας]] του νεωρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νη</i>(<i>F</i>)<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νᾱFωρος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], <i>νᾶός</i> / [[νηός]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>ωρός</i> (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. <i>ὁρῶ</i> ως β' συνθετικό), [[πρβλ]]. [[θυρωρός]], [[πυλωρός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:55, 9 May 2023
English (LSJ)
ὁ, (ναῦς, οὖρος) superintendent of a dockyard, Hsch.: pl., IG12.74.11.
German (Pape)
[Seite 250] ὁ, Aufseher der Schiffe, Schiffswerfte, Hesych.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
superintendant des arsenaux.
Étymologie: ναῦς, οὖρος².
Greek (Liddell-Scott)
νεωρός: ὁ, (ναῦς, ὤρα) ὁ φύλαξ νεωρίου, «νεωριοφύλαξ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νεωρός, ὁ (Α)
επιστάτης, φύλακας του νεωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νη(F)ωρος (< νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + -(F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ ως β' συνθετικό), πρβλ. θυρωρός, πυλωρός].
Greek Monotonic
νεωρός: ὁ (ναῦς, οὖρος), επιστάτης, φύλακας ναυστάθμου.
Middle Liddell
νεωρός, οῦ, ὁ, ναῦς, ὤρα]
superintendent of the dockyard.