νεότομος: Difference between revisions
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεότομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη [[βοήθεια]] αρότρου<br /><b>2.</b> (για [[χτύπημα]]) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> αυτός που κόπηκε [[πριν]] από λίγο, [[φρεσκοκομμένος]] («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), | |mltxt=[[νεότομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη [[βοήθεια]] αρότρου<br /><b>2.</b> (για [[χτύπημα]]) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> αυτός που κόπηκε [[πριν]] από λίγο, [[φρεσκοκομμένος]] («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγότομος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:30, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S. Ant.1283. II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d'être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
νεότομος:
1 недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий (ἄλοξ Aesch.; πλήγματα Soph.);
2 недавно срезанный (ἕλιξ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.
Greek Monolingual
νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγότομος].
Greek Monotonic
νεότομος: -ον (τέμνω)·
I. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.
II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.
Middle Liddell
νεό-τομος, ον, τέμνω
I. fresh cut or ploughed, Aesch.; ν. πλήγματα newly inflicted, Soph.
II. fresh cut off, fresh cut, ἕλιξ Eur.