πολύπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[δίπτωτος]]].
}}
}}

Revision as of 11:06, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπτωτος Medium diacritics: πολύπτωτος Low diacritics: πολύπτωτος Capitals: ΠΟΛΥΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: polýptōtos Transliteration B: polyptōtos Transliteration C: polyptotos Beta Code: polu/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πτῶσις) with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1

Russian (Dvoretsky)

πολύπτωτος: грам. многопадежный.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δίπτωτος].