πεδότριψ: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιβος (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> celle qui use les entraves (à force de les porter) <i>càd</i> mauvais esclave.<br />'''Étymologie:''' [[πέδη]], [[τρίβω]]. | |btext=ιβος (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> celle qui use les entraves (à force de les porter) <i>càd</i> mauvais esclave.<br />'''Étymologie:''' [[πέδη]], [[τρίβω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεδότριψ -ῐβος [[[πέδη]], [[τρίβω]]] als adj. voetboeien verslijtend. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεδότριψ:''' τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), | |mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[σκευότριψ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 10 May 2023
English (LSJ)
-ιβος, ὁ and ἡ, (< πέδη, τρίβω) wearing out fetters, Com. epithet of good-for-nothing slaves, Luc. Sat. 8.
German (Pape)
[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.
French (Bailly abrégé)
ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.
Russian (Dvoretsky)
πεδότριψ: τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.
Greek Monolingual
-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + -τριψ, -βος (< τρίβω), πρβλ. σκευότριψ].