πολυβόητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γύρω]] από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, [[περιβόητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[ηχηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>βόητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γύρω]] από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, [[περιβόητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[ηχηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), [[πρβλ]]. [[περιβόητος]]].
}}
}}

Revision as of 11:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόητος Medium diacritics: πολυβόητος Low diacritics: πολυβόητος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΗΤΟΣ
Transliteration A: polybóētos Transliteration B: polyboētos Transliteration C: polyvoitos Beta Code: polubo/htos

English (LSJ)

ον, much-talked-of, gloss on παλαίφατος, Sch.A.Supp.532; much-sounding, gloss on πολυάχητος, Sch. E.Alc.918.

German (Pape)

[Seite 660] viel gerufen, sehr berühmt, Schol. Aesch. Suppl. 535.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόητος: -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν λόγος ἐγένετο, περιβόητος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πρόσ.)
1. αυτός που προκαλεί γύρω από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, περιβόητος
2. πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βοητός (< βοῶ), πρβλ. περιβόητος].