προσδεής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει την [[ανάγκη]] κάποιου επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-<i>δεής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει την [[ανάγκη]] κάποιου επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι»), [[πρβλ]]. [[ενδεής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:25, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδεής Medium diacritics: προσδεής Low diacritics: προσδεής Capitals: ΠΡΟΣΔΕΗΣ
Transliteration A: prosdeḗs Transliteration B: prosdeēs Transliteration C: prosdeis Beta Code: prosdeh/s

English (LSJ)

ές, needing besides, yet lacking, τινος Pl.Ti.33d, Luc. Demon.4, Poll.5.170.

German (Pape)

[Seite 754] ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a encore besoin de, gén..
Étymologie: προσδέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen.

Russian (Dvoretsky)

προσδεής: сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ενδεής].

Greek Monotonic

προσδεής: -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδεής: -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 4, Πολυδ. Ε΄, 170.

Middle Liddell

προσ-δεής, ές [δέω2]
needing besides, yet lacking, τινος Plat.