σεμνοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σεμνόπρεπος]], -η, -ο, Ν<br />ο [[σεμνός]] και [[σοβαρός]] στους τρόπους του, στη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σεμνοπρεπές</i><br />η [[σεμνοπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεμνοπρεπώς</i> / <i>σεμνοπρεπῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[ευπρέπεια]], με [[σοβαρότητα]] («[[μέχρι]] Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη [[σεβάσμιος]] ἐφαίνετο», <b>Ηρωδιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σεμνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> / -<i>πρεπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σεμνόπρεπος]], -η, -ο, Ν<br />ο [[σεμνός]] και [[σοβαρός]] στους τρόπους του, στη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σεμνοπρεπές</i><br />η [[σεμνοπρέπεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεμνοπρεπώς</i> / <i>σεμνοπρεπῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[ευπρέπεια]], με [[σοβαρότητα]] («[[μέχρι]] Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη [[σεβάσμιος]] ἐφαίνετο», <b>Ηρωδιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σεμνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> / -<i>πρεπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αξιοπρεπής]]].
}}
}}

Revision as of 11:32, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνοπρεπής Medium diacritics: σεμνοπρεπής Low diacritics: σεμνοπρεπής Capitals: ΣΕΜΝΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: semnoprepḗs Transliteration B: semnoprepēs Transliteration C: semnoprepis Beta Code: semnopreph/s

English (LSJ)

ές, solemn-looking, dignified, D.C.42.34, D.L.8.11 (both Sup.); τὸ σ.,= σεμνοπρέπεια, D.C.68.31. Adv. -πῶς Hdn.2.10.3.

German (Pape)

[Seite 871] ές, von würdigem, vornehmem Anstande, von Würde, Anstand im Aeußern, gravitätisch, anständig, geziemend, Sp., wie D. C. 42, 34 Hdn. 2, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνοπρεπής: -ές, ὁ ἔχων σοβαρὸν ἐξωτερικόν, μεγαλοπρεπής, Δίων Κ. 42. 34· τὸ σεμνοπρεπὲς = σεμνοπρέπεια, ὁ αὐτ. 68. 31. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἡρῳδιαν. 2. 10.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, -η, -ο, Ν
ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές
η σεμνοπρέπεια.
επίρρ...
σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ
με ευπρέπεια, με σοβαρότηταμέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη σεβάσμιος ἐφαίνετο», Ηρωδιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -πρεπής / -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής].