σύμβωμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βωμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὁμό</i>-<i>βωμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βωμός]]), [[πρβλ]]. [[ὁμόβωμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβωμος Medium diacritics: σύμβωμος Low diacritics: σύμβωμος Capitals: ΣΥΜΒΩΜΟΣ
Transliteration A: sýmbōmos Transliteration B: symbōmos Transliteration C: symvomos Beta Code: su/mbwmos

English (LSJ)

ον, sharing the altar, worshipped on a common altar, θεοί Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.), SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), CIG 2230 (Chios), Str.11.8.4, etc., cf. σύνναος; σ. τινί Trag.Adesp.143, Plu.2.492c.

German (Pape)

[Seite 980] auf einem Altar zugleich verehrt, Plut. frat. am. E. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adoré sur le même autel.
Étymologie: σύν, βωμός.

Russian (Dvoretsky)

σύμβωμος: чтимый пред тем же алтарем, имеющий общий алтарь (τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σύμβωμος: -ον, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ βωμῷ λατρευόμενος, θεοὶ Στράβ. 512· σύμβωμός ἐστιν Ἰόλαος αὐτῷ (δηλ. τῷ Ἡρακλεῖ) Πλούτ. 2. 492C, κτλ.· πρβλ. σύνναος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βωμος (< βωμός), πρβλ. ὁμόβωμος].

Greek Monotonic

σύμβωμος: -ον, αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο, λέγεται για θεούς ή ημιθέους, σε Στράβ.

Middle Liddell

σύμ-βωμος, ον,
worshipped on a common altar, Strab.