τρυσάνωρ: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]<span style="color: red;"><</span> <i>τρυσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[βασανίζω]], [[ενοχλώ]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), | |mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]<span style="color: red;"><</span> <i>τρυσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[βασανίζω]], [[ενοχλώ]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), [[πρβλ]]. [[φυξάνωρ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:51, 10 May 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l'homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.
German (Pape)
[ῡ], ορος, Männer ermüdend, erschöpfend, belästigend; αὐδά, Soph. Phil. 209, wo es nicht pass. zu nehmen, die Stimme eines geplagten Mannes; Schol. ἡ τρύχουσα τοὺς ἄνδρας, ἡ καταπονοῦσα τὸν ἄνδρα.
Russian (Dvoretsky)
τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξάνωρ].
Greek Monotonic
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.