φιλόθυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει [[συχνά]]<br />2.<br />(για τελετές, εορτές) α) αυτός [[κατά]] τον οποίο γίνονται θυσίες<br />β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> [Ι]), <b>πρβλ.</b> <i>βού</i>-<i>θυτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει [[συχνά]]<br />2.<br />(για τελετές, εορτές) α) αυτός [[κατά]] τον οποίο γίνονται θυσίες<br />β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> [Ι]), [[πρβλ]]. [[βούθυτος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλόθῠτος:''' [[соединенный с жертвоприношениями]] ([[ὄργια]] Aesch.).
|elrutext='''φιλόθῠτος:''' [[соединенный с жертвоприношениями]] ([[ὄργια]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 12:00, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθῠτος Medium diacritics: φιλόθυτος Low diacritics: φιλόθυτος Capitals: ΦΙΛΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: philóthytos Transliteration B: philothytos Transliteration C: filothytos Beta Code: filo/qutos

English (LSJ)

ονA, ὄργια φ. offered by zealous worshippers, A.Th.179 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1280] Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à offrir des sacrifices.
Étymologie: φίλος, θύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει συχνά
2.
(για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες
β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βούθυτος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόθῠτος: соединенный с жертвоприношениями (ὄργια Aesch.).