φιλόδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδειπνον</i><br />η [[αγάπη]] για τα δείπνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), <b>πρβλ.</b> <i>δωρό</i>-<i>δειπνος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδειπνον</i><br />η [[αγάπη]] για τα δείπνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), [[πρβλ]]. [[δωρόδειπνος]]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδειπνος Medium diacritics: φιλόδειπνος Low diacritics: φιλόδειπνος Capitals: ΦΙΛΟΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: philódeipnos Transliteration B: philodeipnos Transliteration C: filodeipnos Beta Code: filo/deipnos

English (LSJ)

ον, A fond of good dinners, Alex.163.1, Ath. 1.6d; τὸ φ. Plu.2.726a. II fond of giving dinners, hospitable, Ph.2.70.

German (Pape)

[Seite 1279] Mahlzeiten, Gastmähler liebend; Alexis bei Ath. XIV, 642 d; Plut. Symp. 8, 6,1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les festins ; τὸ φιλόδειπνον amour des bons repas.
Étymologie: φίλος, δεῖπνον.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδειπνος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ δεῖπνα, οὐδὲ φιλόδειπνός εἰμι, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν, τραγήμασι δὲ χαίρω μᾶλλον Ἄλεξις ἐν «Ὁμοίᾳ» 1· ― τὸ φιλόδειπνον Πλούτ. 2. 726Α. ΙΙ. ὡς τὸ φιλοδειπνιστής, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, φιλόξενος, Φίλων 2. 70.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε συμπόσια
2. αυτός που του αρέσει να παραθέτει γεύματα σε άλλους
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδειπνον
η αγάπη για τα δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρόδειπνος].