ὁμοπληθής: Difference between revisions
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμοπληθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[πλήθος]], [[ισάριθμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμοπληθῆ εἴδη»<br /><b>μαθημ.</b> σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο [[πλήθος]] μονάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]]), | |mltxt=[[ὁμοπληθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[πλήθος]], [[ισάριθμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμοπληθῆ εἴδη»<br /><b>μαθημ.</b> σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο [[πλήθος]] μονάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήθος]]), [[πρβλ]]. [[πολυπληθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, Math., of classes or series containing the same number of individuals or terms, ὁ. εἴδη terms with the same coefficient, Dioph.IDef.10.
German (Pape)
[Seite 339] ές, von gleicher Menge, Euclid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοπληθής: -ές, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ μέγεθος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐκλείδου.
Greek Monolingual
ὁμοπληθής, -ές (Α)
1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος
2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη»
μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυπληθής].