ὑπερούσιος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπερούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Θεού)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] και [[πάνω]] από την ύλη, άϋλος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απρόσιτος]] στην ανθρώπινη [[γνώση]] («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πάμπλουτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερούσιον</i><br />η [[υπερουσιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερούσιος]]<br />[[ἀγαπητός]], πεφιλημένος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερουσίως</i> ΜΑ<br />με υπερούσιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπερούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>εκκλ.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Θεού)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] και [[πάνω]] από την ύλη, άϋλος<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απρόσιτος]] στην ανθρώπινη [[γνώση]] («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πάμπλουτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερούσιον</i><br />η [[υπερουσιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπερούσιος]]<br />[[ἀγαπητός]], πεφιλημένος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερουσίως</i> ΜΑ<br />με υπερούσιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), [[πρβλ]]. [[περιούσιος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, above Being, Them.Or.1.8b, Procl.Inst.115, Theol. Plat.3.21, Syrian. in Metaph.5.34. Adv. -ίως Procl.Inst.118,145, Eustr.in EN40.7.
German (Pape)
[Seite 1200] übersubstantiell, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούσιος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, αὐτόθι. ΙΙ. ὑπερπλούσιος, λίαν πλούσιος, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερούσιος, -ον, ΝΜΑ
εκκλ. (ως προσωνυμία του Θεού)
1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος
2. (κατ' επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
1. πάμπλουτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερούσιον
η υπερουσιότητα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερούσιος
ἀγαπητός, πεφιλημένος».
επίρρ...
ὑπερουσίως ΜΑ
με υπερούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ουσιος (< οὐσία), πρβλ. περιούσιος].