ισόγειος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λευκόγειος]], [[μελανόγειος]] | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λευκόγειος]], [[μελανόγειος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 10 May 2023
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκόγειος, μελανόγειος].