ὑπονοθευτής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ὑπονοθεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με γυναίκες) [[διαφθορέας]].
|mltxt=ὁ, Α [[ὑπονοθεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά κάποιον<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με γυναίκες) [[διαφθορέας]].
}}
{{trml
|trtx====[[seducer]]===
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: [[séducteur]], [[séductrice]]; German: [[Verführer]]; Greek: [[γόης]], [[γυναικοκατακτητής]]; Ancient Greek: [[ἀπατεών]], [[διαφθορεύς]], [[ἠπεροπεύς]], [[ἠπεροπευτής]], [[μοιχικός]], [[μοιχός]], [[οἰκοφθόρος]], [[παραινέτης γυναικῶν]], [[παρθενοπίπης]], [[ὑπονοθευτής]], [[ὑποφθορεύς]], [[φθορεύς]]; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: [[seductor]], [[seductrix]], [[corruptor]], [[corruptrix]]; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: [[sedutor]]; Russian: [[соблазнитель]], [[искуситель]]; Tagalog: malamuyot
}}
}}

Revision as of 16:16, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονοθευτής Medium diacritics: ὑπονοθευτής Low diacritics: υπονοθευτής Capitals: ΥΠΟΝΟΘΕΥΤΗΣ
Transliteration A: hyponotheutḗs Transliteration B: hyponotheutēs Transliteration C: yponotheftis Beta Code: u(ponoqeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, seducer, Ptol.Tetr.160, 164.

German (Pape)

[Seite 1227] ὁ, der Verführer, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑπονοθεύω
1. αυτός που εξαπατά κάποιον
2. (ιδίως σχετικά με γυναίκες) διαφθορέας.

Translations

seducer

Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot