ζῳοτύπος: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ζῳοτύπος:''' (ῠ) ὁ живописец или скульптор, художник Anth. | |elrutext='''ζῳοτύπος:''' (ῠ) ὁ [[живописец или скульптор]], [[художник]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ζῳο-τῠ́πος, ον<br />describing to the [[life]], Anth. | |mdlsjtxt=ζῳο-τῠ́πος, ον<br />describing to the [[life]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:09, 11 May 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον<, modelling animals from life, Nonn.D.5.527, Man. 4.343: generally, modelling to the life, of a sculptor, AP15.1.
German (Pape)
[Seite 1144] Thiere abformend, abbildend, Nonn. D. 5, 527.
Greek Monolingual
ζῳοτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ' απομίμηση της φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη)
2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2. < ζω(ο)- (Ι) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέτυπος, ζηλότυπος].
Greek Monotonic
ζῳοτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που αποτυπώνει μέσω των εικαστικών τεχνών τη ζωή, αυτός που απεικονίζει τη ζωή ή τη φύση, την αναπαριστά εικαστικά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ζῳοτύπος: (ῠ) ὁ живописец или скульптор, художник Anth.
Middle Liddell
ζῳο-τῠ́πος, ον
describing to the life, Anth.