ἐπιτάραξις: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιτάραξις:''' εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat. | |elrutext='''ἐπιτάραξις:''' εως (ᾰρ) ἡ [[смятение]], [[замешательство]] Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:15, 11 May 2023
English (LSJ)
[τᾰ], εως, ἡ, bewilderment, confusion, Pl.R.518a (pl.).
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trouble, confusion.
Étymologie: ἐπιταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάραξις: εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.
Greek Monolingual
ἐπιτάραξις, ἡ (Α) επιταράσσω
διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, ενόχληση, διατάραξη, σύγχυση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπιτάραξις, εως
disturbance, confusion, Plat. [from ἐπιτᾰράσσω]