ἐχέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.
|elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ [[имущий]], [[состоятельный человек]] Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:15, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέτης Medium diacritics: ἐχέτης Low diacritics: εχέτης Capitals: ΕΧΕΤΗΣ
Transliteration A: echétēs Transliteration B: echetēs Transliteration C: echetis Beta Code: e)xe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.

Greek Monolingual

ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].

Greek Monotonic

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἐχέτης, ου,
= ὁ ἔχων, a man of substance, Pind.