ὀρχηθμός: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρχηθμός:''' атт. [[ὀρχησμός]] ὁ пляска, танец Hom., Hes., Luc. | |elrutext='''ὀρχηθμός:''' атт. [[ὀρχησμός]] ὁ [[пляска]], [[танец]] Hom., Hes., Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:25, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, dance, φιλοπαίγμων Od.23.134; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Il.13.637, cf. Od.8.263, Hes.Sc.282, v.l. in h.Ap. 149; cf. ὀρχησμός.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, ion. = ὀρχησμός, Tanz; μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο, Il. 13, 637; φιλοπαίγμων, Od. 23, 134; Hes. Sc. 282; Luc. de salt. 23 u. sp. D. in der Anth.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chœur, danse.
Étymologie: ὀρχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχηθμός: атт. ὀρχησμός ὁ пляска, танец Hom., Hes., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηθμός: ὁ, ὄρχησις, χορός, φιλοπαίγμων Ὀδ. Ψ. 134· μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο Ἰλ. Ν. 637, πρβλ. Ὀδ. Θ. 263, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 282· ― ὁ Ἀττ. τύπος ὀρχησμὸς (ἐν τῷ πληθ.) ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 376, Πανυάσ. παρ’ Ἀθην. 37Β. Ἀνθ. Π. 6. 33.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀρχηθμός, ὁ (Α)
χορός, όρχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα -θμος (πρβλ. βρυχη-θμός)].
Greek Monotonic
ὀρχηθμός: ὁ (ὀρχέομαι), το να χορεύει κάποιος, χορός, σε Όμηρ.