κυνόδους: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=όδοντος (ὁ) :<br /><b>1</b> dent canine des hommes et des animaux;<br /><b>2</b> dent de scie.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ὀδούς]].
|btext=όδοντος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[dent canine des hommes et des animaux]];<br /><b>2</b> [[dent de scie]].<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ὀδούς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνόδους''': δοντος, ὁ, ὁ ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λεόντων, [[αὐτόθι]] 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ [[κυνόδων]])· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ.
|elnltext=κυνόδους -οντος, ὁ &#91;[[κύων]], [[ὀδούς]]] [[hoektand]].
}}
{{pape
|ptext=οντος, ὁ, <i>der [[Hundszahn]], der [[spitze]] [[Eckzahn]] zu beiden [[Seiten]] der [[Schneidezähne]]</i>; Epicharm. bei Ath. X.411b; Xen. <i>de re Eq</i>. 6.8; Arist. <i>[[physiogn]]</i>. 6, <i>part.anim</i>. 3.1 und Sp. – Vom Giftzahne der [[Schlangen]], Nic. <i>Th</i>. 130, 231. – Auch von den Zähnen der Säge, Ael. <i>H.A</i>. 10.20.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνόδους:''' όδοντος ὁ [[клык]] Xen., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κῠνόδους:''' -οντος, ὁ, [[κυνόδοντας]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''κῠνόδους:''' -οντος, ὁ, [[κυνόδοντας]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνόδους:''' όδοντος клык Xen., Arst.
|lstext='''κῠνόδους''': δοντος, ὁ, ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ λεόντων, [[αὐτόθι]] 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ [[κυνόδων]])· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνόδους -οντος, [κύων, ὀδούς] hoektand.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠν-όδους, οντος,<br />a [[canine]] [[tooth]], Xen., etc.
|mdlsjtxt=κῠν-όδους, οντος,<br />a [[canine]] [[tooth]], Xen., etc.
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόδους Medium diacritics: κυνόδους Low diacritics: κυνόδους Capitals: ΚΥΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: kynódous Transliteration B: kynodous Transliteration C: kynodous Beta Code: kuno/dous

English (LSJ)

δοντος, ὁ,
A canine tooth, prop. of dogs, Arist.PA661b9, HA501b7; of lions, ib.579b12; of men, Hp.Aph.3.25, Epich.21 (in form κυνόδων); of horses, X.Eq.6.8, Arist.HA576b17; of a serpent's fang, Nic. Th.130, 231.
2 in plural, teeth of a saw, Ael.NA10.20.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ) :
1 dent canine des hommes et des animaux;
2 dent de scie.
Étymologie: κύων, ὀδούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνόδους -οντος, ὁ [κύων, ὀδούς] hoektand.

German (Pape)

οντος, ὁ, der Hundszahn, der spitze Eckzahn zu beiden Seiten der Schneidezähne; Epicharm. bei Ath. X.411b; Xen. de re Eq. 6.8; Arist. physiogn. 6, part.anim. 3.1 und Sp. – Vom Giftzahne der Schlangen, Nic. Th. 130, 231. – Auch von den Zähnen der Säge, Ael. H.A. 10.20.

Russian (Dvoretsky)

κῠνόδους: όδοντος ὁ клык Xen., Arst.

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynodon < κυνόδων «κυνόδους»].

Greek Monotonic

κῠνόδους: -οντος, ὁ, κυνόδοντας, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόδους: δοντος, ὁ, ὁ ὀξὺς μονοκόρυφος ὀδοὺς μεταξὺ τῶν τραπεζιτῶν καὶ τομέων ἑκατέρας σιαγόνος, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, π. Ζ. Ἱστ. 2. 3, 1., 6. 20, 11· ὡσαύτως ἐπὶ λεόντων, αὐτόθι 6. 31, 3· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἐπίχ. 9 Ahr. (ἐν τῷ τύπῳ κυνόδων)· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 6, 8, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 22, 13· ἐπὶ τοῦ δηλητηριώδους ὀδόντος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 130, 231, κτλ.

Middle Liddell

κῠν-όδους, οντος,
a canine tooth, Xen., etc.