τυφογέρων: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyfogeron
|Transliteration C=tyfogeron
|Beta Code=tufoge/rwn
|Beta Code=tufoge/rwn
|Definition=οντος, ὁ, (τῦφος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">silly old man, dotard</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>908</span> (anap.); τ. ἄνδρες <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>335</span> (lyr.):—perh. with a play on <b class="b3">τυμβογέρων</b>.</span>
|Definition=οντος, ὁ, ([[τῦφος]]) [[silly old man]], [[dotard]], Ar.Nu.908 (anap.); τ. ἄνδρες Id.Lys.335 (lyr.):—perhaps with a play on [[τυμβογέρων]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; Ar. Nubb. 898, Schol. [[μάταιος]], [[κενόδοξος]]; Lys. 335, Schol. τετυφωμένος (vgl. [[τυφεδανός]]). Andere erklären ein Greis, der dem Scheiterhaufen, d. i. dem Grabe nahe ist.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />vieil imbécile <i>litt.</i> vieillard dont l'esprit est émoussé.<br />'''Étymologie:''' [[τῦφος]], [[γέρων]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυφογέρων -οντος, ὁ &#91;[[τῦφος]], [[γέρων]]] [[oude sufferd]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῡφογέρων:''' οντος ὁ [[слабоумный старик]] Arph.
}}
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br />ξεμωραμένος, [[ξεκουτιάρης]] [[γέρος]] («[[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῦφος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῡφογέρων:''' -οντος, ὁ ([[τύφω]]), [[ανόητος]] και [[μωρός]] γέρος, του οποίου το [[μυαλό]] είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την [[ηλικία]], ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''τυφογέρων''': -οντος, ([[τύφω]]) [[ἀνόητος]] καὶ μωρὸς [[γέρων]], τοῦ ὁποίου ὁ [[νοῦς]] [[εἶναι]] ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. [[τυφεδανός]]), [[τυφογέρων]] εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - [[ἴσως]] μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. [[τυμβογέρων]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῡφο-[[γέρων]], οντος, [[τύφω]]<br />an old man dim and [[dull]] with age, a [[dullard]], [[dotard]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡφογέρων Medium diacritics: τυφογέρων Low diacritics: τυφογέρων Capitals: ΤΥΦΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: typhogérōn Transliteration B: typhogerōn Transliteration C: tyfogeron Beta Code: tufoge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, (τῦφος) silly old man, dotard, Ar.Nu.908 (anap.); τ. ἄνδρες Id.Lys.335 (lyr.):—perhaps with a play on τυμβογέρων.

German (Pape)

[Seite 1166] οντος, ὁ, ein kindischer, geistesschwacher Alter, dessen Verstand durch hohes Alter verdunkelt, gleichsam in Rauch u. Dunst gehüllt ist; Ar. Nubb. 898, Schol. μάταιος, κενόδοξος; Lys. 335, Schol. τετυφωμένος (vgl. τυφεδανός). Andere erklären ein Greis, der dem Scheiterhaufen, d. i. dem Grabe nahe ist.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
vieil imbécile litt. vieillard dont l'esprit est émoussé.
Étymologie: τῦφος, γέρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφογέρων -οντος, ὁ [τῦφος, γέρων] oude sufferd.

Russian (Dvoretsky)

τῡφογέρων: οντος ὁ слабоумный старик Arph.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέροςτυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων.

Greek Monotonic

τῡφογέρων: -οντος, ὁ (τύφω), ανόητος και μωρός γέρος, του οποίου το μυαλό είναι σκοτισμένο και συγκεχυμένο από την ηλικία, ξεκουτιασμένος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τυφογέρων: -οντος, (τύφω) ἀνόητος καὶ μωρὸς γέρων, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς εἶναι ἐσκοτισμένος καὶ συγκεχυμένος ἐκ τῆς ἡλικίας, «ξεκουτιασμένος» (πρβλ. τυφεδανός), τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908, Λυσιστρ. 335· - ἴσως μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. τυμβογέρων.

Middle Liddell

τῡφο-γέρων, οντος, τύφω
an old man dim and dull with age, a dullard, dotard, Ar.