μυστιπόλος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] Mvsterien feiernd, eine geheime Weihe begehend; Ep. ad. 190 (App. 239); μυστιπόλοις ἤμασι, Ep. ad. 191 (App. 164); a. sp. D., wie Man. 4, 229 u. Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] Mvsterien feiernd, eine geheime Weihe begehend; Ep. ad. 190 (App. 239); μυστιπόλοις ἤμασι, Ep. ad. 191 (App. 164); a. sp. D., wie Man. 4, 229 u. Nonn.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la célébration des mystères ; ὁ [[μυστιπόλος]] initié, prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[πολέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυστιπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[посвященный]] Anth.<br />относящийся к мистериям (ἤματα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυστῐπόλος''': -ον, ([[μύστης]], [[πολέω]]), ὁ τελῶν μυστηριώδεις τελετάς, Ἀνθ. Π. παρα. 239· ὁ χρησιμεύων εἰς μυστικὰς τελετάς, μ. ἤματα [[αὐτόθι]] 164· δᾷδες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 822. 8· [[φόρμιγξ]] Χριστοδ. Ἔκφρ. 115· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 666. 2) Ἐκκλησιαστ. [[μυστιπόλος]], = [[ἱεράρχης]], Στέφ. Διάκ. 1077C.
|lstext='''μυστῐπόλος''': -ον, ([[μύστης]], [[πολέω]]), ὁ τελῶν μυστηριώδεις τελετάς, Ἀνθ. Π. παρα. 239· ὁ χρησιμεύων εἰς μυστικὰς τελετάς, μ. ἤματα [[αὐτόθι]] 164· δᾷδες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 822. 8· [[φόρμιγξ]] Χριστοδ. Ἔκφρ. 115· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 666. 2) Ἐκκλησιαστ. [[μυστιπόλος]], = [[ἱεράρχης]], Στέφ. Διάκ. 1077C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la célébration des mystères ; ὁ [[μυστιπόλος]] initié, prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[πολέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυστῐπόλος:''' -ον ([[μύστης]], [[πολέω]]), αυτός που δίνει [[επίσημο]] τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ.
|lsmtext='''μυστῐπόλος:''' -ον ([[μύστης]], [[πολέω]]), αυτός που δίνει [[επίσημο]] τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μυστιπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ посвященный Anth.<br />относящийся к мистериям (ἤματα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυστῐ-[[πόλος]], ον [[μύστης]], [[πολέω]]<br />solemnising mysteries, performing [[mystic]] rites, Anth.
|mdlsjtxt=μυστῐ-[[πόλος]], ον [[μύστης]], [[πολέω]]<br />solemnising mysteries, performing [[mystic]] rites, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:01, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 223] Mvsterien feiernd, eine geheime Weihe begehend; Ep. ad. 190 (App. 239); μυστιπόλοις ἤμασι, Ep. ad. 191 (App. 164); a. sp. D., wie Man. 4, 229 u. Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la célébration des mystères ; ὁ μυστιπόλος initié, prêtre.
Étymologie: μύστης, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

μυστιπόλος: IIпосвященный Anth.
относящийся к мистериям (ἤματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μυστῐπόλος: -ον, (μύστης, πολέω), ὁ τελῶν μυστηριώδεις τελετάς, Ἀνθ. Π. παρα. 239· ὁ χρησιμεύων εἰς μυστικὰς τελετάς, μ. ἤματα αὐτόθι 164· δᾷδες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 822. 8· φόρμιγξ Χριστοδ. Ἔκφρ. 115· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 666. 2) Ἐκκλησιαστ. μυστιπόλος, = ἱεράρχης, Στέφ. Διάκ. 1077C.

Greek Monolingual

μυστιπόλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τελεί μυστήρια ή μια μυστική τελετή
2. αυτός που χρησιμεύει στη διεξαγωγή μυστικών τελετών («μυστιπόλος φόρμιγξ»)
μσν.
εκκλ. ιεράρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειροπόλος. Η μορφή μυστι- με την οποία εμφανίζεται ο τ. μύστης προξενεί έκπληξη και θυμίζει ίσως τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. λ. μύστις)].

Greek Monotonic

μυστῐπόλος: -ον (μύστης, πολέω), αυτός που δίνει επίσημο τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ.

Middle Liddell

μυστῐ-πόλος, ον μύστης, πολέω
solemnising mysteries, performing mystic rites, Anth.