ὡρόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὡρόμαντις:''' εως ὁ возвещающий часы (эпитет петуха) Babr.
|elrutext='''ὡρόμαντις:''' εως ὁ [[возвещающий часы]] (эпитет петуха) Babr.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:09, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρόμαντις Medium diacritics: ὡρόμαντις Low diacritics: ωρόμαντις Capitals: ΩΡΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: hōrómantis Transliteration B: hōromantis Transliteration C: oromantis Beta Code: w(ro/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, the hour-prophet, of the cock, prob. in Babr. 124.15 (ὡρομάτην cod. Vat., ὡρονόμον Suid. s.v. πέτανρα).

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
celui qui annonce les heures.
Étymologie: ὥρα, μάντις.

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, der Stundenprophet, Beiwort des Hahns. Vgl. ὡρονόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὡρόμαντις: εως ὁ возвещающий часы (эпитет петуха) Babr.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρόμαντις: -εως, ὁ προλέγων τὰς ὥρας, ὁ ἀλεκτρυών, Βαβρ. 124. 5· -ὁ Σουΐδ. ἐν λ. πέταυρα μνημονεύει ὡρονόμος (ἐκ τοῦ Βαβρίου). -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monotonic

ὡρόμαντις: -εως, ὁ, αυτός που προλέγει την ώρα, ο πετεινός, σε Βάβρ.

Middle Liddell

ὡρό-μαντις, εως,
the hour-prophet, of the cock, Babr.

Greek Monolingual

-άντεως, ὁ, Α
(για τον κόκορα) αυτός που προλέγει τις ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + μάντις.