ὑπεξούσιος: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπεξούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου, εξαρτημένος<br /><b>2.</b> (για ανήλικο [[παιδί]]) αυτός που βρίσκεται υπό την [[κηδεμονία]] τών γονιών του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξουσία]] ( | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπεξούσιος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται υπό την [[εξουσία]] άλλου, εξαρτημένος<br /><b>2.</b> (για ανήλικο [[παιδί]]) αυτός που βρίσκεται υπό την [[κηδεμονία]] τών γονιών του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξουσία]] ([[πρβλ]]. [[συνεξούσιος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:58, 11 May 2023
English (LSJ)
α, ον, but ος, ον POxy. (v. infr.), subject to the power of another, opp. αὐτεξούσιος, Cod.Just.6.4.4.25, Sch.E.Andr.411,628; θυγάτηρ POxy.129.2 (vi A. D.), cf. Mich.in EN45.33; = filius familias, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1188] der Gewalt eines Andern unterworfen, unterthänig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξούσιος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν ἐξουσίαν ἑτέρου, ἀντίθετον τῷ αὐτεξούσιος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀνδρ. 311, 628· ἡ εὐδαιμονία τῶν ὑπεξουσίων ἄκραν ἀνακηρύττει σύνεσιν τῆς ἐξουσίας Φωτ. Ἐπιστ. σ. 43, 22.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπεξούσιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος
2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξουσία (πρβλ. συνεξούσιος)].