ῥυάχετος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] ( | |mltxt=ὁ, Α<br />[[θορυβώδης]] όχλος, [[συρφετός]] («ὁ τῶν Ἀσαναίων [[ῥυάχετος]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> με εκφραστικό δασύ [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- και [[επίθημα]] -[[ετός]] ([[πρβλ]]. [[συρφετός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, Lacon. word in Ar.Lys.170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥ. the unstable crowd of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as ὁ ῥέων ὀχετός; cod. Rav. gives ῥυγχάχετος, other codd. and Suid. ῥυχάχετος.
German (Pape)
[Seite 850] ὁ, der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. θόρυβος καὶ συρφετός; v.l. sind ῥυάγχετος, ῥυέχετος, ῥυχάχετος u. ῥυγχάχετος; Hesych. erkl. ῥυάχετος, ὁ ῥέων ὀχετός, welche Erkl. in Phot. bei ῥυέχετος steht; es hängt wohl mit ῥύαξ zusammen.
Russian (Dvoretsky)
ῥυάχετος: (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥυάχετος: [ᾱ], ὁ, Λακων. λέξ. παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος, τὸ ἄστατον καὶ θορυβῶδες πλῆθος τῶν Ἀθηναίων· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσι τὸ ῥυάχετος διὰ τοῦ ὁ ῥέων ὀχετός· ἡ δὲ μαρτυρία αὐτῶν ὡς καὶ ἡ πιθανὴ ἐκ τοῦ ῥύαξ ἐτυμολογία βεβαιοῦσι τὸν τύπον τοῦτον· τὸ Ραβ. Ἀντιγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ῥυάγχετος· ἕτερα Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σουΐδ. ἔχουσι ῥυχάχετος· -πρβλ. σύρφαξ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα -αχ- και επίθημα -ετός (πρβλ. συρφετός)].