περιαλιφή: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perialifi
|Transliteration C=perialifi
|Beta Code=perialifh/
|Beta Code=perialifh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[whitewashing]], IG22.1672.61.</span>
|Definition=ἡ, [[whitewashing]], IG22.1672.61.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[επίχριση]] με ασβέστη, το [[ασβέστωμα]], το [[άσπρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιαλείφω]]. Ο τ. <i>ἀ</i>-<i>λιφ</i>-<i>ή</i>, παρλλ. του [[ἀλοιφή]], εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[ἀλείφω]], αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη [[γραφή]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>αλιφή</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[επίχριση]] με ασβέστη, το [[ασβέστωμα]], το [[άσπρισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιαλείφω]]. Ο τ. <i>ἀ</i>-<i>λιφ</i>-<i>ή</i>, παρλλ. του [[ἀλοιφή]], εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[ἀλείφω]], αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη [[γραφή]] ([[πρβλ]]. [[καταλιφή]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰλῐφή Medium diacritics: περιαλιφή Low diacritics: περιαλιφή Capitals: ΠΕΡΙΑΛΙΦΗ
Transliteration A: perialiphḗ Transliteration B: perialiphē Transliteration C: perialifi Beta Code: perialifh/

English (LSJ)

ἡ, whitewashing, IG22.1672.61.

Greek Monolingual

ἡ, Α
επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. -λιφ-ή, παρλλ. του ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ἀλείφω, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. καταλιφή)].