πολύαστρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύαστρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», <b>Σολωμ.</b><br />β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον [[ἕδος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄστρον]] (<b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>αστρος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύαστρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», <b>Σολωμ.</b><br />β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον [[ἕδος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄστρον]] ([[πρβλ]]. [[έναστρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:57, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́αστρος Medium diacritics: πολύαστρος Low diacritics: πολύαστρος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΤΡΟΣ
Transliteration A: polýastros Transliteration B: polyastros Transliteration C: polyastros Beta Code: polu/astros

English (LSJ)

ον, with many stars, starry, Διὸς ἕδος E.Ion870 (anap.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Sternen, Διὸς ἕδος, Eur. Ion 870.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux astres nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύαστρος -ον [πολύς, ἀστήρ] met veel sterren.

Russian (Dvoretsky)

πολύαστρος: многозвездный (Διὸς ἕδος Eur.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύαστρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ.
β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον ἕδος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄστρον (πρβλ. έναστρος)].

Greek Monotonic

πολύαστρος: -ον, αυτός που έχει πολλά άστρα, έναστρος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαστρος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστέρας, Εὐρ. Ἴων 870.

Middle Liddell

πολύ-αστρος, ον,
with many stars, starry, Eur.