πεύκινος: Difference between revisions
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ( | |mltxt=-η, -ο / [[πεύκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πεύκο]]<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πεύκινα</i><br />τα κλαδιά πεύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ξύλινος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:03, 11 May 2023
English (LSJ)
η, ον, of, from, or made of pine or pine wood, κορμοί E.Hec.575; λαμπάς S. Tr.1198; π. δάκρυ tear of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, E.Med.1200; ῥητίνη Dsc.1.71; πεύκινα, τά, pine-logs, Plb. 5.89.1, cf. IG12.342.70.
German (Pape)
[Seite 607] von der Fichte kommend, gemacht, fichten; λαμπάς, Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; δάκρυ, das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 qui coule d'un pin : δάκρυ EUR goutte de résine;
2 en bois de pin.
Étymologie: πεύκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεύκινος -η -ον [πεύκη] pijnboom-:; πεύκινον δάκρυ pijnboomhars Eur. Med. 1200; van pijnboomhout.
Russian (Dvoretsky)
πεύκῐνος: сосновый (λαμπάς Soph.; κορμός Eur.): πεύκινα δάκρυα Eur. капли сосновой смолы.
Greek (Liddell-Scott)
πεύκῐνος: -η, -ον, (πεύκη) ὁ ἐκ πεύκης ἢ πεποιημένος ἐκ ξύλου πεύκης, π. κορμὸς Εὐρ. Ἑκάβ. 575· λαμπὰς Σοφ. Τρ. 1198 π. δάκρυα, δηλ. αἱ ῥητινώδεις σταγόνες αἱ στάζουσαι ἐξ αὐτῆς, Εὐρ. Μήδ. 1200· οὕτω, πεύκης νοτὶς Ἀνθ. Παλ. 11. 248.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεύκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα
τα κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].
Greek Monotonic
πεύκινος: -η, -ον (πεύκη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πεύκο ή ξύλο πεύκου, σε Σοφ.· πεύκινα δάκρυα, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το πεύκο, σε Ευρ.
Middle Liddell
πεύκινος, η, ον πεύκη
of or from pine or pine-wood, Soph.; π. δάκρυα tears of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, Eur.