πραγματίας: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγος]] [[πραγματίας]]» — [[λόγος]] που προκαλεί [[ενόχληση]] και [[δυσαρέσκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i><br />( | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λόγος]] [[πραγματίας]]» — [[λόγος]] που προκαλεί [[ενόχληση]] και [[δυσαρέσκεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i><br />([[πρβλ]]. [[τραυματίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:03, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, tiresome, λόγος Com.Adesp.894.
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, der viel zu thun macht, λόγος, B. A. 58 erkl. ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτίας: -ου, ὁ, «ὁ πράγματα καὶ ἀηδίας παρέχων» Α. Β. 58. 7.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κοπιαστικός, κουραστικός
2. φρ. «λόγος πραγματίας» — λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + κατάλ. -ίας
(πρβλ. τραυματίας)].