πυλεών: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />(<b>λακων. τ.</b>) [[κόσμημα]] της κεφαλής ή [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λακωνική λ. με [[επίθημα]] -<i>εών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>εών</i>), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. [[πύλος]] και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>pula</i>-<i>k</i><i>ā</i><i>h</i> «[[ανατρίχιασμα]]» και <i>pulasti</i>(<i>n</i>)- «με [[ίσια]] μαλλιά», κουρδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i> «μαλλιά», αρχ. ιρλ. <i>ul</i> «[[γενειάδα]]». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. [[πύλος]] έχει παραχθεί και η λ. <i>πύλιγγες</i> με έρρινο εκφραστικό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> <i>θώμιγγες</i>, <i>λάιγγες</i>)].
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />(<b>λακων. τ.</b>) [[κόσμημα]] της κεφαλής ή [[στέφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λακωνική λ. με [[επίθημα]] -<i>εών</i> ([[πρβλ]]. [[χαλκεών]]), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. [[πύλος]] και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>pula</i>-<i>k</i><i>ā</i><i>h</i> «[[ανατρίχιασμα]]» και <i>pulasti</i>(<i>n</i>)- «με [[ίσια]] μαλλιά», κουρδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i> «μαλλιά», αρχ. ιρλ. <i>ul</i> «[[γενειάδα]]». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. [[πύλος]] έχει παραχθεί και η λ. <i>πύλιγγες</i> με έρρινο εκφραστικό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> <i>θώμιγγες</i>, <i>λάιγγες</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:05, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλεών Medium diacritics: πυλεών Low diacritics: πυλεών Capitals: ΠΥΛΕΩΝ
Transliteration A: pyleṓn Transliteration B: pyleōn Transliteration C: pyleon Beta Code: pulew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, A = πυλών, Democr.288*, Opp.C.3.419, AP5.241 (Eratosth.), 7.70 (Jul. Aegypt.), Nonn.D.3.136, etc. II Lacon. for a wreath, Alcm.16, Call.Fr.358, Pamphil. ap. Ath.15.678a.

German (Pape)

[Seite 817] ῶνος, ὁ, 1) = πυλών. – 2) (vielleicht von φύλλον) lakon. ein Kranz, nach Ath. XV, 678 a ὃν τῇ Ἥρᾳ περιτιθέασιν οἱ Λάκωνες; vgl. Alcm. ib. 681 a; Csilim. bei Poll. 5, 96; Hesych.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
(λακων. τ.) κόσμημα της κεφαλής ή στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα -εών (πρβλ. χαλκεών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula-kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n)- «με ίσια μαλλιά», κουρδ. pūr «μαλλιά», αρχ. ιρλ. ul «γενειάδα». Από τον ίδιο αμάρτυρο τ. πύλος έχει παραχθεί και η λ. πύλιγγες με έρρινο εκφραστικό επίθημα (πρβλ. θώμιγγες, λάιγγες)].

Russian (Dvoretsky)

πῠλεών: ῶνος ὁ Democr., Anth. = πυλών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλεών -ῶνος, ὁ, zie πυλών.

Frisk Etymological English

-εῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: wreath (Alcm., Call. fr., Pamphil. ap. Ath.); πύλιγγες αἱ ἐν τῃ̃ ἕδρᾳ τρίχες. καὶ ἴουλοι, βόστρυχοι, κίκιννοι H.
Other forms: H. also πυλών.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formations like ποδ-εών, λυχν-εών resp. θώμ-ιγγες, λά-ιγγες a.o. from an unknown basis, approx. *πύλος. With this agree remarkably Skt. pulakāh m. pl. the hairs (of the body) stand on end (das Sträuben der Körperhaare) (pula- `id. Lex.) and pulastí(n)-'with sparse hair (schlichthaarig)', which also presuppose a *pula-. From Iran. one further adduces Kurd. pūr hair of the head, from Celt. MIr. ulcha beard, ul-fota with long beard. Lidén Streitberg-Festgabe 226f. Older lit. in Bq and WP. 2, 84 (Pok. 850), also in W.-Hofmann s. 2. pilus hair (not to this). Doubts in Mayrhofer s. pulakāḥ. Untenable on the morphology Specht Ursprung 209 a. 217. -- Againt "hylläic" origin (to φύλλον etc.; Barić) Mayer Glotta 32, 75. -- All rather uncertain. Does the suffix -ιγγες point to a Pre-Greek word?

Frisk Etymology German

πυλεών: -εῶνος
{puleṓn}
Forms: (H. auch πυλών)
Grammar: m.
Meaning: Kranz (Alkm., Kall. Fr., Pamphil. ap. Ath.); πύλιγγες· αἱ ἐν τῇ ἕδρᾳ τρίχες. καὶ ἴουλοι, βόστρυχοι, κίκιννοι H.
Etymology: Bildungen wie ποδεών, λυχνεών bzw. θώμιγγες, λάιγγες u.a. von einem unbek. Grundwort, etwa *πύλος. Dazu stimmen auffallend aind. pulakāh m. pl. das Sträuben der Körperhaare (pula- ib. Lex.) und pulastí(n)-’schlichthaarig’, die ebenfalls ein *pula- vorauszusetzen scheinen. Aus dem Iran. wird noch hierhergezogen kurd. pūr Kopfhaar, aus dem Kelt. mir. ulcha Bart, ul-fota langbärtig. Lidén Streitberg-Festgabe 226f. Ält. Lit. bei Bq und WP. 2, 84 (Pok. 850), auch bei W.-Hofmann s. 2. pĭlus Haar (nicht hierher). Zweifel bei Mayrhofer s. pulakāḥ. Unhaltbares zur Morphologie bei Specht Ursprung 209 u. 217. — Gegen "hylläische" Herkunft (zu φύλλον usw.; Barić) Mayer Glotta 32, 75.
Page 2,623