στίλβων: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος και -ωνος και [[στίλπων]], -ωνος, ὁ, Α<br />(για τον πλανήτη Ερμή) [[λαμπρός]], [[ακτινοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίλβω]] / [[στιλπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στίγ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=-οντος και -ωνος και [[στίλπων]], -ωνος, ὁ, Α<br />(για τον πλανήτη Ερμή) [[λαμπρός]], [[ακτινοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίλβω]] / [[στιλπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[στίγων]])].
}}
}}

Revision as of 16:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίλβων Medium diacritics: στίλβων Low diacritics: στίλβων Capitals: ΣΤΙΛΒΩΝ
Transliteration A: stílbōn Transliteration B: stilbōn Transliteration C: stilvon Beta Code: sti/lbwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, name of the planet Mercury, Arist.Mu. 392a26, Eudox.Ars5.10, Cic.ND2.20.53; gen. -ωνος (v.l. -οντος) Plu.2.430a; acc. -ωνα Placit.2.15.4 (στίλβοντα codd.Plu.2.889b), 2.16.7.

German (Pape)

[Seite 943] οντος, ὁ, der Glänzende, gew. der Planet Merkur, Arist. de mund. 2, 8, vgl. Cic. de Nat. D. 2, 20; Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

οντος ou ωνος (ὁ) :
litt. « le brillant », Mercure, ou sel. d'autres, Vénus, planètes.
Étymologie: στίλβω.

Greek (Liddell-Scott)

στίλβων: -οντος, ὁ, ὁ λαμπρός, ὁ λάμπων, ὁ ἀκτινοβόλος, ὄνομα τοῦ πλανήτου Ἑρμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 9, Πλούτ. 2. 430Α, καὶ (κατ’ αἰτ. στίλβωνα) 1029Β, Κικ. Nat. D. 2. 20. II. ἴδε στίλπων.

Greek Monolingual

-οντος και -ωνος και στίλπων, -ωνος, ὁ, Α
(για τον πλανήτη Ερμή) λαμπρός, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω / στιλπνός + επίθημα -ων (πρβλ. στίγων)].