στήδην: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με το [[ζύγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>στη</i>- του [[ἵστημι]] με επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ( | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με το [[ζύγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>στη</i>- του [[ἵστημι]] με επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. [[στάδην]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:20, 11 May 2023
English (LSJ)
Adv. = στάδην, by weight, Nic.Al.327.
German (Pape)
[Seite 940] adv., = στάδην 2, nach dem Gewicht, zugewogen, Nic. Al. 327.
French (Bailly abrégé)
adv.
au poids.
Étymologie: ἵστημι, -δην.
Greek (Liddell-Scott)
στήδην: Ἐπίρρ. = στάδην ΙΙ, κατὰ τὸ βάρος, «μὲ τὸ ζύγι», Νικ. Ἀλεξιφ. 327.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με το ζύγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. στη- του ἵστημι με επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στάδην)].
Greek Monotonic
στήδην: επίρρ. = στάδην II, κατά το βάρος, με το ζύγι.