σύνναος: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον [[άλλο]] («θεοῖς συννάοις καὶ συμβώμοις», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ναός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>ναος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον [[άλλο]] («θεοῖς συννάοις καὶ συμβώμοις», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ναός]] ([[πρβλ]]. [[ομόναος]])].
}}
}}

Revision as of 16:26, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννᾱος Medium diacritics: σύνναος Low diacritics: σύνναος Capitals: ΣΥΝΝΑΟΣ
Transliteration A: sýnnaos Transliteration B: synnaos Transliteration C: synnaos Beta Code: su/nnaos

English (LSJ)

ον, having the same temple, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις CIG 2230 (Chios), al., SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), cf. PTeb.281.5 (ii B.C.), Plu.2.708c: c. gen., σ. καὶ συνίερος τοῦ Ἔρωτος ib.753f, cf. Cic.Att.12.45.3, D.C.55.1: c. dat., OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Str.7.7.12.

German (Pape)

[Seite 1027] zusammen in einem Tempel verehrt, καὶ συνίερός τινος Plut. amat. 9, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
honoré dans un même temple avec, gén..
Étymologie: σύν, ναός.

Russian (Dvoretsky)

σύννᾱος: имеющий общий храм, чтимый в том же храме (Ἀφροδίτη σ. τοῦ Ἔρωτος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σύννᾱος: -ον, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν ναόν, θεοῖς σ. καὶ συμβώμοις Συλλ. Ἐπιγραφ. 2230, πρβλ. 2293, 2297, 2302, κ. ἀλλ.· Πλούτ. 2. 708C· μετὰ γεν., συνίερος καὶ σ. τοῦ Ἔρωτος αὐτόθι 753Ε, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 1· μετὰ δοτ. ἐπὶ μεταφ. σημασίας, τῆς συννάου ταύτῃ (ἐξυπακ. τῇ φιλοσοφίᾳ) ποιητικῆς, τῆς συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς, Συνεσ. Ἐπιστ. 1· πρβλ. Ernest Ind c. Ci?.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον άλλο («θεοῖς συννάοις καὶ συμβώμοις», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ναός (πρβλ. ομόναος)].