ταναίμυκος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]] («[[δέρμα]] ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>ταναί</i>-<i>μυκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[υψηλός]]» [[κατά]] τα συνθ. σε <i>ταλαι</i>-, <i>παλαι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ταλαί</i>-<i>πωρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[μεγάμυκος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]] («[[δέρμα]] ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>ταναί</i>-<i>μυκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[υψηλός]]» [[κατά]] τα συνθ. σε <i>ταλαι</i>-, <i>παλαι</i>- ([[πρβλ]]. [[ταλαίπωρος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[μεγάμυκος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:26, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰναίμῡκος Medium diacritics: ταναίμυκος Low diacritics: ταναίμυκος Capitals: ΤΑΝΑΙΜΥΚΟΣ
Transliteration A: tanaímykos Transliteration B: tanaimykos Transliteration C: tanaimykos Beta Code: tanai/mukos

English (LSJ)

ον, far-bellowing, βοῦς AP6.116 (Samus).

German (Pape)

[Seite 1066] weithin od. sehr brüllend, Sam. 2 (VI, 116).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mugissements prolongés.
Étymologie: ταναός, μυκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

τᾰναίμῡκος: протяжно или громко мычащий (βοῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναίμῡκος: -ον, ὁ, ἰσχυρῶς, μυκώμενος, ταναιμύκου βοὸς Ἀνθ. Π. 6. 116, πρβλ. ἐρίμυκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατάδέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί-μυκος < ταναός «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι-, παλαι- (πρβλ. ταλαίπωρος) + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγάμυκος].

Greek Monotonic

τᾰναίμῡκος: -ον, αυτός που μουγκρίζει δυνατά, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰναί-μῡκος, ον,
far-bellowing, Anth.