τρίοζος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] όζους, [[τρία]] βλαστάρια, [[τρίκλωνος]] («οἱ ὄζοι δ' ἴσου τε καὶ κατ' ἀριθμὸν ἴσοι [[καθάπερ]] τῶν τριόζων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄζος]] (Ι) «[[κλαδί]], [[βλαστός]]» ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] όζους, [[τρία]] βλαστάρια, [[τρίκλωνος]] («οἱ ὄζοι δ' ἴσου τε καὶ κατ' ἀριθμὸν ἴσοι [[καθάπερ]] τῶν τριόζων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄζος]] (Ι) «[[κλαδί]], [[βλαστός]]» ([[πρβλ]]. [[πέντοζος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 11 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, with three branches or boughs, Thphr.HP1.1.8, al.
German (Pape)
[Seite 1145] dreizweigig, dreiästig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τρίοζος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ὄζους, ἤτοι κλάδους ἢ κλῶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 8, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ' ἴσου τε καὶ κατ' ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντοζος)].