φλεγυρός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[φλογερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θερμός]], [[ενθουσιώδης]]<br />β) <b>πιθ.</b> [[περίφημος]], [[ονομαστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑβριστικός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]] (για τη [[μορφή]] <i>φλεγυ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[φλογερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θερμός]], [[ενθουσιώδης]]<br />β) <b>πιθ.</b> [[περίφημος]], [[ονομαστός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑβριστικός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]] (για τη [[μορφή]] <i>φλεγυ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φλέγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[ψυχρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:45, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγῠρός Medium diacritics: φλεγυρός Low diacritics: φλεγυρός Capitals: ΦΛΕΓΥΡΟΣ
Transliteration A: phlegyrós Transliteration B: phlegyros Transliteration C: flegyros Beta Code: fleguro/s

English (LSJ)

ά, όν, A burning, inflamed, Hp. ap. Gal.19.152. II metaph., hot, ardent, Μοῦσα Ar.Ach.665 (lyr.). 2 = ὑβριστικός, Hsch.; ψῆφος Cratin.57 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1291] 1) brennend, flammend, begeistert; φλεγυρὸν μένος πυρός Ar. Ach. 665; Cratin. bei Ath. VIII, 344 f. – 2) hell, leuchtend, dah. übertr., berühmt od. berüchtigt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 enflammé;
2 qui brûle, qui enflamme.
Étymologie: φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

φλεγῠρός: огненный, пламенный (Μοῦσα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεγῠρός: -ά, -όν, ὡς τὸ φλογερός, «φλεγυρόν, πυρῶδες, τὸ οἷον φλέγον» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590. ΙΙ. μεταφ., θερμός, φλογερός, Μοῦσα Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. 2) φλεγυρὰ ψῆφος βροτῶν, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Δραπέτισιν» 1, φαίνεται σημαῖνον τὸ κοινὸν θέμα ὁμιλίας παρὰ πᾶσι, πρβλ. τὸ ἑπόμ. Β. 3.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. φλογερός
2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης
β) πιθ. περίφημος, ονομαστός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ- του θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα -ρός (πρβλ. ψυχρός)].

Greek Monotonic

φλεγῠρός: -ά, -όν (φλέγω), φλεγόμενος· μεταφ., φλογερός, διακαής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φλεγῠρός, ή, όν φλέγω
burning: metaph. ardent, Ar.