φυτάς: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />([[κυρίως]] σχετικά με την [[ελιά]]) νεαρό [[φυτό]], [[παραφυάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ( | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />([[κυρίως]] σχετικά με την [[ελιά]]) νεαρό [[φυτό]], [[παραφυάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[θαμνάς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 11 May 2023
English (LSJ)
άδος, ἡ, plant, φ. νέα Plu.2.411d.
German (Pape)
[Seite 1319] άδος, ἡ, die Pflanze, das Pflanzreis, der Senker, bes. des Oelbaums, Plut. def. or. 4.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
rejeton d'olivier.
Étymologie: φυτόν.
Russian (Dvoretsky)
φῠτάς: άδος ἡ молодой побег, отводок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φυτάς: -άδος, ἡ, νεαρὸν φυτόν, κλάδος, παραφυάς, Πλούτ. 2. 411D.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(κυρίως σχετικά με την ελιά) νεαρό φυτό, παραφυάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].