χρεώγραφο: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χρεόγραφο]], το, Ν<br />(νομ.-οικον.) έγγραφη [[απόδειξη]] κυριότητας, που βεβαιώνει το [[δικαίωμα]] κτήσεως περιουσίας η οποία, [[προς]] το [[παρόν]], δεν βρίσκεται στην [[κατοχή]] του [[κομιστή]], [[απόδειξη]] της οποίας οι πιο κοινές μορφές [[είναι]] οι μετοχές και τα ομόλογα ή ομολογίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσια]] χρεώγραφα» — χρεώγραφα που εκδίδονται από το [[δημόσιο]] και [[είναι]] [[συνήθως]] ομόλογα<br />β) «ανώνυμο [[χρεώγραφο]]»<br />(νομ.-οικον.) [[χρεώγραφο]] που περιέχει [[υπόσχεση]] παροχής του εκδότη-υπογραφέα [[προς]] τον [[κομιστή]], ο [[οποίος]] αποκτά [[απαίτηση]] [[κατά]] του εκδότη από το [[γεγονός]] και μόνο ότι [[είναι]] [[κάτοχος]] του εγγράφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρέος]] / [[χρέως]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραφο</i>, ουδ. του -[[γράφος]] (<b>πρβλ.</b> <i>χειρό</i>-<i>γραφο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>χρεώγραφον</i>, μαρτυρείται από το 1833 στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i>].
|mltxt=και [[χρεόγραφο]], το, Ν<br />(νομ.-οικον.) έγγραφη [[απόδειξη]] κυριότητας, που βεβαιώνει το [[δικαίωμα]] κτήσεως περιουσίας η οποία, [[προς]] το [[παρόν]], δεν βρίσκεται στην [[κατοχή]] του [[κομιστή]], [[απόδειξη]] της οποίας οι πιο κοινές μορφές [[είναι]] οι μετοχές και τα ομόλογα ή ομολογίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δημόσια]] χρεώγραφα» — χρεώγραφα που εκδίδονται από το [[δημόσιο]] και [[είναι]] [[συνήθως]] ομόλογα<br />β) «ανώνυμο [[χρεώγραφο]]»<br />(νομ.-οικον.) [[χρεώγραφο]] που περιέχει [[υπόσχεση]] παροχής του εκδότη-υπογραφέα [[προς]] τον [[κομιστή]], ο [[οποίος]] αποκτά [[απαίτηση]] [[κατά]] του εκδότη από το [[γεγονός]] και μόνο ότι [[είναι]] [[κάτοχος]] του εγγράφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρέος]] / [[χρέως]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραφο</i>, ουδ. του -[[γράφος]] ([[πρβλ]]. [[χειρόγραφο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>χρεώγραφον</i>, μαρτυρείται από το 1833 στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

και χρεόγραφο, το, Ν
(νομ.-οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή του κομιστή, απόδειξη της οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή ομολογίες
2. φρ. «δημόσια χρεώγραφα» — χρεώγραφα που εκδίδονται από το δημόσιο και είναι συνήθως ομόλογα
β) «ανώνυμο χρεώγραφο»
(νομ.-οικον.) χρεώγραφο που περιέχει υπόσχεση παροχής του εκδότη-υπογραφέα προς τον κομιστή, ο οποίος αποκτά απαίτηση κατά του εκδότη από το γεγονός και μόνο ότι είναι κάτοχος του εγγράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος / χρέως + -γραφο, ουδ. του -γράφος (πρβλ. χειρόγραφο). Η λ., στον λόγιο τ. χρεώγραφον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].