χρεώγραφο

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

και χρεόγραφο, το, Ν
(νομ.-οικον.) έγγραφη απόδειξη κυριότητας, που βεβαιώνει το δικαίωμα κτήσεως περιουσίας η οποία, προς το παρόν, δεν βρίσκεται στην κατοχή του κομιστή, απόδειξη της οποίας οι πιο κοινές μορφές είναι οι μετοχές και τα ομόλογα ή ομολογίες
2. φρ. «δημόσια χρεώγραφα» — χρεώγραφα που εκδίδονται από το δημόσιο και είναι συνήθως ομόλογα
β) «ανώνυμο χρεώγραφο»
(νομ.-οικον.) χρεώγραφο που περιέχει υπόσχεση παροχής του εκδότη-υπογραφέα προς τον κομιστή, ο οποίος αποκτά απαίτηση κατά του εκδότη από το γεγονός και μόνο ότι είναι κάτοχος του εγγράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος / χρέως + -γραφο, ουδ. του -γράφος (πρβλ. χειρόγραφο). Η λ., στον λόγιο τ. χρεώγραφον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].