ὁμόδημος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόδημος]], δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την [[ίδια]] [[φυλή]] («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοινό</i>-<i>δημος</i>)].
|mltxt=[[ὁμόδημος]], δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την [[ίδια]] [[φυλή]] («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῆμος]] ([[πρβλ]]. [[κοινόδημος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόδημος Medium diacritics: ὁμόδημος Low diacritics: ομόδημος Capitals: ΟΜΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: homódēmos Transliteration B: homodēmos Transliteration C: omodimos Beta Code: o(mo/dhmos

English (LSJ)

Dor. -δᾱμος, ον, of the same people or race, γόνος Pi.O.9.44; τινι with one, Id.I.1.30.

German (Pape)

[Seite 333] von demselben Volke; ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει, Pind. I. 1, 30; γόνος, Ol. 9, 43.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδημος: дор. ὁμόδᾱμος 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν γένει Pind.); единоплеменный (γόνος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, γόνος Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.

Greek Monolingual

ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δῆμος (πρβλ. κοινόδημος)].

Greek Monotonic

ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην ίδια γενιά, σε Πίνδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμό-δημος, δοριξ ὁμό-δᾱμος, ον,
of the same people or race, Pind.; τινι with one, Pind.