ὑπέρπονος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />[[καταβεβλημένος]] από υπέρμετρους κόπους («διὰ [[γῆρας]] [[ὑπέρπονος]] γενόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />[[καταβεβλημένος]] από υπέρμετρους κόπους («διὰ [[γῆρας]] [[ὑπέρπονος]] γενόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. [[ἐπίπονος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:03, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, quite worn out, διὰ γῆρας Plu.Alex.61, cf. Anon. ap. Suid. s.v. ὑπερπνιγεῖς.
German (Pape)
[Seite 1201] akt., sich übermäßig anstrengend, auch durch übermäßige Anstrengung abgemattet, Plut. Alex. 61 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épuisé par la fatigue ou la souffrance.
Étymologie: ὑπέρ, πόνος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπονος: крайне измученный (ὑ. γενόμενος διὰ γῆρας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπονος: -ον, ὑπὲρ τὸ δέον καταπεπονημένος, διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 61.
Greek Monolingual
-ον, Α
καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πόνος (πρβλ. ἐπίπονος)].
Greek Monotonic
ὑπέρπονος: -ον, καταπονημένος, σε Πλούτ.