ὑψίθρονος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρόνος]] ([[πρβλ]]. [[ἀρχίθρονος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:05, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au siège ou au trône élevé.
Étymologie: ὕψι, θρόνος.
German (Pape)
hoch thronend, Κλωθώ Pind. I. 5.16, Νηρεΐδες N. 4.65.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίθρονος: высоко восседающий (Κλωθώ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.
English (Slater)
ὑψίθρονος, -ον throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχίθρονος)].
Greek Monotonic
ὑψίθρονος: -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.