κακοσύνη: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ [[κακοσύνη]])<br /><b>μτφ.</b> η [[μεταβολή]] των καιρικών συνθηκών [[προς]] το χειρότερο, [[κακοκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακία]], [[έχθρα]]<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κακό]], κακή [[πράξη]]<br /><b>2.</b> σωματική [[κάκωση]], [[κακοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> αντικανονική [[ενέργεια]], [[πράξη]] όχι σωστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=η (Μ [[κακοσύνη]])<br /><b>μτφ.</b> η [[μεταβολή]] των καιρικών συνθηκών [[προς]] το χειρότερο, [[κακοκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακία]], [[έχθρα]]<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κακό]], κακή [[πράξη]]<br /><b>2.</b> σωματική [[κάκωση]], [[κακοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> αντικανονική [[ενέργεια]], [[πράξη]] όχι σωστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i> ([[πρβλ]]. [[καλοσύνη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:54, 13 May 2023
German (Pape)
[Seite 1304] ἡ, das Uebel, Unglück, Sp.
Greek Monolingual
η (Μ κακοσύνη)
μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία
νεοελλ.
1. κακία, έχθρα
2. οργή, θυμός
μσν.
1. κακό, κακή πράξη
2. σωματική κάκωση, κακοποίηση
3. κακοτυχία
4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλοσύνη)].