μελάγκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux fruits noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[καρπός]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux fruits noirs]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[καρπός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάγκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>καρπος</i>)].
|mltxt=[[μελάγκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[πολύκαρπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγκαρπος Medium diacritics: μελάγκαρπος Low diacritics: μελάγκαρπος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: melánkarpos Transliteration B: melankarpos Transliteration C: melagkarpos Beta Code: mela/gkarpos

English (LSJ)

v. μελάγκουρος.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits noirs.
Étymologie: μέλας, καρπός.

Russian (Dvoretsky)

μελάγκαρπος: приносящий черные плоды (ἀσάφεια Emped. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκαρπος: -ον, ὁ φέρων μέλανα καρπόν· ― μ. ἀσάφεια Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 474C· φέρεται δὲ μελάγκορος ἐν Τζέτζ. Ἱστ. 12. 575, ὅθεν ὁ Karsten μελάγκορσος, ὁ Mullach. μελάγκουρος.

Greek Monolingual

μελάγκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει μαύρους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].