μεσοπόλιος: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μεσαιπόλιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσοπόλιος:''' Aesop. = [[μεσαιπόλιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 9: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσοπόλιος]] και [[μεσαιπόλιος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[κατά]] το ήμισυ λευκές [[τρίχες]], γκριζομάλλης, [[ψαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεσήλικος]], [[μεσόκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[ψαρός]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μεσοπόλιος]] και [[μεσαιπόλιος]], -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει [[κατά]] το ήμισυ λευκές [[τρίχες]], γκριζομάλλης, [[ψαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μεσήλικος]], [[μεσόκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[γκρίζος]], [[ψαρός]]» ([[πρβλ]]. [[υποπόλιος]]). Για τον τ. [[μεσαιπόλιος]] <b>βλ.</b> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσοπόλιος:''' -ον, [[κανονικός]] [[τύπος]] αντί [[μεσαιπόλιος]], σε Αίσωπ. | |lsmtext='''μεσοπόλιος:''' -ον, [[κανονικός]] [[τύπος]] αντί [[μεσαιπόλιος]], σε Αίσωπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεσο-πόλιος, ον [[regular]] [[form]] for [[μεσαιπόλιος]], Aesop.] | |mdlsjtxt=μεσο-πόλιος, ον [[regular]] [[form]] for [[μεσαιπόλιος]], Aesop.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 13 May 2023
German (Pape)
[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.
Russian (Dvoretsky)
μεσοπόλιος: Aesop. = μεσαιπόλιος.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.
Greek Monolingual
μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υποπόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].
Greek Monotonic
μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.
Middle Liddell
μεσο-πόλιος, ον regular form for μεσαιπόλιος, Aesop.]