μονόρρυθμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόρρυθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μον</i>-<i>ωρύχος</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσωρύχος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυθμός]] ([[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>ρυθμος</i>)].
|mltxt=[[μονόρρυθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μον</i>-<i>ωρύχος</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσωρύχος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυθμός]] ([[πρβλ]]. [[εύρυθμος]])].
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[alone]], [[solitary]]
|woodrun=[[alone]], [[solitary]]
}}
}}

Revision as of 07:00, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόρρυθμος Medium diacritics: μονόρρυθμος Low diacritics: μονόρρυθμος Capitals: ΜΟΝΟΡΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: monórrythmos Transliteration B: monorrythmos Transliteration C: monorrythmos Beta Code: mono/rruqmos

English (LSJ)

ον, of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l'ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.

German (Pape)

1 δόμος, bei Aesch. Suppl. 939, von einem bewohnt.
2 von einem Takt, einer Weise (?).

Russian (Dvoretsky)

μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.

Greek Monolingual

μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύρυθμος)].

English (Woodhouse)

alone, solitary

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)